- ἀπεστερημένον
- ἀποστερέωrobperf part mp masc acc sgἀποστερέωrobperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσατιμώ — όω, Α 1. ατιμάζω κάποιον επιπροσθέτως 2. στερώ κάποιον από τα πολιτικά του δικαιώματα («ὅταν ἐμὲ μὲν ἵδῃ μὴ μόνον τῶν πατρῴων ἀπεστερημένον, ἀλλὰ καὶ προσητιμωμένον», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀτιμῶ «ατιμάζω»] … Dictionary of Greek